1.6. Κλίμα
Στις περιοχές Πρεσπών και λιμνών Αμυνταίου το κλίμα αναγνωρίζεται ως ηπειρωτικό, ενώ κλίνει συγχρόνως προς το μεσευρωπαϊκό.
Ο χειμώνας είναι δριμύς και είναι συχνό το φαινόμενο του ολικού παγετού.
Το σχετικά μεγάλο βροχομετρικό ύψος και η ισοκατανομή του στη διάρκεια του έτους αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του κλίματος μεσευρωπαϊκού τύπου. Στην περιοχή της Καστοριάς χαρακτηρίζεται ηπειρωτικό – μεσογειακό με την εναλλαγή μιας θερμής – ξηρής περιόδου με μια ψυχρή – υγρή.
Η περιοχή χαρακτηρίζεται από υψηλές βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις, ξηρές περιόδους, παγετούς, χαλαζοπτώσεις και τοπικούς ανέμους.
Στην ενότητα των τεχνητών λιμνών Πολύφυτου-Ιλαρίωνα το κλίμα είναι ηπειρωτικό και χαρακτηρίζεται από το μεγάλο ετήσιο θερμομετρικό εύρος, τις χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τις σχετικά υψηλές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τους συχνούς παγετούς, και την ομοιόμορφη κατανομή της βροχής στη διάρκεια του έτους με συχνό χιόνι.
Ανθρωπογενείς συνθήκες διαμόρφωσης του μικροκλίματος συγκεκριμένων περιοχών εντοπίζονται τόσο στην περιοχή της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου όσο και στον άξονα Κοζάνης – Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου από τη λειτουργία των θερμοηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ.
Έτσι σε αυτές τις περιοχές παρατηρείται αύξηση της υγρασίας, των ημερών ομίχλης και πιθανώς ελάττωση της χιονόπτωσης. Γενικά, η ύπαρξη πολλών επιφανειακών υδάτων (φυσικές και τεχνητές λίμνες) επηρεάζουν το μικροκλίμα των εγγύς περιοχών λειτουργώντας, για παράδειγμα, ρυθμιστικά σε ακραίες τιμές θερμοκρασίας.
Το μέσο ετήσιο ύψος βροχής σε όλο το υδατικό διαμέρισμα κυμαίνεται από 600 μέχρι 1 000 mm, ενώ στα ορεινά τμήματα ξεπερνάει και τα 1 200 mm. Οι χιονοπτώσεις είναι αρκετά συνηθισμένες κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου – Απριλίου.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 14.5 και 17°C, με ψυχρότερο μήνα τον Ιανουάριο και θερμότερο τον Ιούλιο.
Πίνακας 1.2.1: Μέσες ετήσιες τιμές μετεωρολογικών μεταβλητών.
1.7. Υδατικό Δυναμικό
Διαίρεση των Υδατικών Πόρων της Χώρας
Σύμφωνα με το Ν. 1739/87 (ΦΕΚ 201 Α/20-11-87) «Διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα το Άρθρο 1, παρ. 4, έχει θεσμοθετηθεί η διαίρεση της χώρας σε 14 μονάδες (σύνολα λεκανών απορροής) με κατά το δυνατόν όμοιες υδρολογικές – υδρογεωλογικές συνθήκες, οι οποίες αποτελούν το περιφερειακό επίπεδο στον τομέα της διαχείρισης του νερού.
Οι μονάδες αυτές ονομάζονται Υδατικά Διαμερίσματα, αντιστοιχούν σε περιοχές λεκάνης απορροής ποταμών (ΠΛΑΠ) και είναι σύμφωνες με τα κριτήρια της Οδηγίας 2000/60 και του σχετικού Καθοδηγητικού Εγγράφου (Guidance Document).
Ο ελληνικός χώρος διαιρείται στα εξής δεκατέσσερα Υδατικά Διαμερίσματα:
Δυτικής Πελοποννήσου, Βόρειας Πελοποννήσου, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας Ηπείρου, Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, Θεσσαλίας, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας, Θράκης» Κρήτης και Νησιών Αιγαίου, όπως ειδικότερα παρουσιάζονται στο χάρτη που συνοδεύει το νόμο αυτόν.
Εξαιρετικά σημαντικό θεωρείται το υδάτινο δυναμικό της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας καθώς εδώ εντοπίζεται το 65% των επιφανειακών υδάτων της Χώρας, ενώ υπάρχει μεγάλος αριθμός λιμνών, σημαντικό υδρογραφικό δίκτυο ποταμών και εκτεταμένα υπόγεια αποθέματα.
Σχεδόν στο σύνολό της η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας εμπίπτει στο ένατο Υδατικό Διαμέρισμα (ΥΔ9) της Χώρας.
Οι κύριες υδρολογικές λεκάνες του ΥΔ στην Περιοχή Παρέμβασης είναι (ΥΠΕΚΑ, 2015):
- Η λεκάνη Αλιάκμονα όπου ανήκουν οι τεχνητές λίμνες Πολυφύτου και Ιλαρίωνα καθώς και η λίμνη Καστοριάς,
- Η κλειστή λεκάνης Πτολεμαΐδας όπου ανήκουν οι λίμνες Αμυνταίου
- Η κλειστή λεκάνη των Πρεσπών.
Σε επίπεδο διαχείρισης του υδατικού δυναμικού μεταξύ των υπολεκανών απορροής, εντοπίζονται σήμερα τεχνικά έργα – παρεμβάσεις μεταφοράς υδάτων από υπολεκάνη σε υπολεκάνη, κυρίως για την υποστήριξη της παραγωγής ενέργειας και την πολιτική προστασία.
Τέτοιες παρεμβάσεις αφορούν σε αγωγούς εκτροπής και μεταφοράς των υδάτων και μπορούν να διακριθούν σε δυο γενικές κατηγορίες:
- Τροποποίηση επιφανειακών υδατορευμάτων που αφορούν στη σημαντική διευθέτησητης κοίτης φυσικών ρεμάτων ώστε να δεχτούν επιπρόσθετες απορροές ανθρωπογενούς προέλευσης ή να διευθετήσουν τη φυσική απορροή με στόχο την πολιτική προστασία (Ρέμα Δουπιάκος στη Λίμνη Καστοριάς).
- Τεχνητοί αγωγοί εκτροπής και μεταφοράς νερού (από Λίμνη Πολυφύτου προς τους ΑΗΣ Αγ. Δημητρίου και Καρδίας, αγωγός σύνδεσης Λιμνών Πετρών και Βεγορίτιδας και Βεγορίτιδας – ΥΗΣ Άγρα).
Ο σημαντικότερος όγκος υδάτινου δυναμικού είναι συγκεντρωμένος στην Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας.
Η μεγαλύτερη σε επιφάνεια λίμνη είναι η Βεγορίτιδα, η οποία διαμοιράζεται μεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων Φλώρινας και Πέλλας (Κ. Μακεδονία) και είναι η 3η σε επιφάνεια στην Ελλάδα με έκταση 54,3 km2.
Η λίμνη Μικρή Πρέσπα που διαμοιράζεται με την Αλβανία με το ελληνικό κομμάτι της να έχει έκταση 42,9 km2. Η λίμνη Μεγάλη Πρέσπα που διαμοιράζεται με την Αλβανία και τη πΓΔΜ, με το ελληνικό κομμάτι να έχει έκταση 38,6 km2.
Η Λίμνη της Καστοριάς με έκταση 28,8 km2. Από τη Δυτική Μακεδονία πηγάζει και ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Χώρας, ο ποταμός Αλιάκμονας.
Με μήκος 297 km.
Εντός των ορίων της παρέμβασης σχηματίζει την τεχνητή λίμνη Πολυφύτου στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης και πρόσφατα, τη τεχνητή λίμνη Ιλαρίωνα μεταξύ των Περιφερειακών Ενοτήτων Κοζάνης και Γρεβενών.
Τα γενικά χαρακτηριστικά των λιμνών (Τσιόκανος, 2014) στις ζώνες ενδιαφέροντος καθώς και τα στοιχεία της ποιοτικής τους κατάστασης (ΥΠΕΚΑ, 2014) παρουσιάζονται στους παρακάτω πίνακες:
Πίνακας 1.8.1: Γενικά χαρακτηριστικά λιμνών του υδατικού διαμερίσματος.
Στο υδατικό διαμέρισμα Δυτικής Μακεδονίας αναπτύσσονται σημαντικοί υδροφορείς στις αμμοχαλικώδεις αποθέσεις του Τεταρτογενούς, στους καρστικοποιημένους ανθρακικούς σχηματισμούς, στους ψαμμίτες και στα κροκαλοπαγή του Νεογενούς.
Οι τραβερτινοειδείς σχηματισμοί, παρά την μεγάλη περατότητα, σχηματίζουν υδροφορείς περιορισμένης δυναμικότητας που εκδηλώνονται με τη μορφή πηγών.
Τα τεταρτογενή που καλύπτουν τις κοίτες των ποταμών, χειμάρρων και τις παραλίμνιες περιοχές, δημιουργούν υδροφορείς σημαντικής δυναμικότητας με μεγάλη εξάπλωση στις λεκάνες Πτολεμαΐδας και Φλώρινας.
Μεγάλος αριθμός υδρογεωτρήσεων και φρεάτων εκμεταλλεύονται τους προσχωματικούς υδροφορείς όλων των ποταμών και των λιμνών.
Εκτεταμένοι υδροφορείς με τεράστια ανανεώσιμα αποθέματα, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλη καρστικοποίηση, δημιουργούνται στα ανθρακικά πετρώματα της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι καρστικές πηγές που δημιουργούνται στο υδατικό διαμέρισμα τροφοδοτούν τους μεγάλης παροχής επιφανειακούς άξονες αποστράγγισης και τις λίμνες (φυσικές ή τεχνητές), ενώ αρκετές από αυτές χρησιμοποιούνται για την ύδρευση οικισμών.
Οι πιο αξιόλογες πηγές είναι αυτές της Νεράιδας οι οποίες έχουν κατακλυστεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης του φράγματος Πολυφύτου Κοζάνης.
Πίνακας 1.8.2: Οικολογική και χημική κατάσταση λιμνών του υδατικού διαμερίσματος σύμφωνα με την Οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα (2000/60/ΕΚ)
(ΥΠΕΚΑ, 2016)
Η χημική κατάσταση των Υπογείων Υδατίνων Σωμάτων (ΥΥΣ) χαρακτηρίζεται καλή ενώ σε σχέση με την ποσοτική τους κατάσταση παρουσιάζουν θετικό ισοζύγιο με εξαίρεση το Σύστημα Αμυνταίου που χαρακτηρίζεται ως ελλειμματικό λόγω πτώσης στάθμης των γεωτρήσεων. Με το σύστημα αυτό σχετίζονται οι λίμνες Χειμαδίτιδα, Ζάζαρη και Πετρών.
Ελλειμματικό επίσης είναι και το ισοζύγιο στο Σύστημα Πτολεμαΐδας-Σάριγκιολ που σχετίζεται με το ρέμα Σούλου και τη λίμνη Βεγορίτιδα.
Οι πιέσεις από υδροληψίες – αντλήσεις στην περιοχή παρέμβασης σχετίζονται με την ανόρυξη υδρογεωτρήσεων. Χωρικά συσσωρεύονται στον ανατολικό τμήμα της Περιφέρειας με εξάρσεις στον άξονα Αμυνταίου – Πτολεμαΐδας – Κοζάνης, γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς, στα πεδινά της Φλώρινας, και στις Πρέσπες.
Ειδικότερα, σημειώνονται τα εξής (ΥΠΕΚΑ, 2015), (Τσιόκανος, 2015), (ΥΠΕΚΑ, 2016):
- Η άρδευση μαζί με τη σταδιακή καταστροφή των υδροφόρων οριζόντων συνέπεια των εξορυκτικών δραστηριοτήτων της ΔΕΗ στο ευρύτερο λεκανοπέδιο Πτολεμαΐδας προκαλεί τη σταδιακή ταπείνωση της στάθμης των κοκκωδών υδροφόρων Αμυνταίου.
- Οι υπεραντλήσεις για αγροτική κυρίως χρήση, που παρατηρούνται στον καρστικό υδροφορέα του Β. Δυτικού Βερμίου, έχουν προκαλέσει τη συνεχιζόμενη ταπείνωση της στάθμης που επηρεάζει τη στάθμη της λίμνης Βεγορίτιδας.
- Υπεραντλήσεις αρδευτικής χρήσης παρατηρούνται επίσης στον κοκκώδη υδροφόρο πέριξ της λίμνης Καστοριάς, με συνέπεια την φθίνουσα πορεία του υδροφόρου.
- Μεγάλες επίσης πιέσεις από υπεραντλήσεις νερού δέχονται τα υδροσυστήματα Φλώρινας, με συνέπεια τη στείρευση σε μερικές λεκάνες των αβαθών φρεατίων υδροφόρων